ένα ποίημα του συναγωνιστή Δ.Μωρόγιαννη
Έγινε
ο νόμος μέγγενη
μας
σφίγγει τη ψυχή
συνθλίβει
όλο το μέσα μας
ζητάν
υποταγή.
Καταφέραμε
να έχει
κέρδη
η χαλυβουργία
κι
ανταμοιβή μας είναι
σπρώξιμο
στη δυστυχία.
Είπαν
πάρτε πεντακόσια
και
σε όποιον δεν αρέσει
ανοιχτή
είναι η πόρτα
μένει
γι’ άλλονε η θέση.
Πάγωσε
το αίμα μας
τέρμα
η κυκλοφορία
πάγωσε
και το μέταλλο
δεν
έφτασε στ’ αγγεία.
Βάθυναν
οι χαρακιές
σ’
όλους στα πρόσωπά μας
στα
δόντια μας δαγκώσαμε
όλα
τα όνειρά μας.
Πώς
να μιλήσεις στα παιδιά
γι’
αυτήν την αδικία
ότι
την κάνουν άνθρωποι
που
‘χουν αναλγησία.
Πώς
να τους το εξηγήσεις;
τι
όνειρα να κάνουν;
Βλέπουν
να παιδευόμαστε
και
όλα να τα χάνουν.
Τριάντα
μέρες κλείσαμε
που
‘μαστε στον αγώνα
πάνω
από χίλιες οι ψυχές
άδειες
μεσ’ το χειμώνα.
Ζούμε
με το χαμόγελο
το
βλέμμα των συντρόφων
και
με την συμπαράσταση
όλων
των συνανθρώπων.
Ο
αγώνας είναι δύσκολος
άχαρο
το τοπίο
εικόνες
μελαγχολικές
μείναν
εδώ στο κρύο.
Πώς
εξηγείται τώρα αυτό
όλοι
να το γνωρίζουν
σφυρίζουνε
αδιάφορα
λέξη
δεν ψιθυρίζουν.
Μάλλον
τους είναι αδιάφορες
ετούτες
οι εικόνες
όταν
μας δουν ξεβράκωτους
θα
παίζουν δυο αιώνες.
Η
πίστη μας δεν κάμπτεται
έχουμε
πιει ατσάλι
ας
ταξιδεύουν μόνοι τους
με
τρένο αυτό το χάλι.